Πριαπισμοῦ

Πριαπισμοῦ
Πριαπισμός
priapism
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”